ψυχοπάθεια

ψυχοπάθεια
η
συνολική ή μερική διαταραχή των ψυχικών λειτουργιών του ανθρώπου: Έχει ψυχοπάθεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …   Dictionary of Greek

  • διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… …   Dictionary of Greek

  • ζωανθρωπία — η ιατρ. ψυχοπάθεια κατά την οποία ο πάσχων κατέχεται από την έμμονη ιδέα ότι έχει μεταμορφωθεί σε ζώο και φέρεται σαν ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoanthropy < zo (πρβλ. ζω(ο) (ΙΙ)*) + anthropy (πρβλ. άνθρωπος). Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • ζωοφοβία — η ιατρ. ψυχοπάθεια κατά την οποία καταλαμβάνεται κάποιος από αδικαιολόγητο φόβο με τη θέα και μόνο ορισμένων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophobia < zoo (πρβλ. ζω[ο] [ΙΙ]*) + phobia (πρβλ. φοβία)] …   Dictionary of Greek

  • παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… …   Dictionary of Greek

  • συφιλομανία — και συφιλιδομανία, η, Ν [συφιλ(ιδ)ομανής] 1. ψυχοπάθεια κατά την οποία διαβλέπει κανείς σε κάθε νόσο συμπτώματα σύφιλης 2. μονομανία κατά την οποία ασθενής, ο οποίος έχει θεραπευθεί από τη σύφιλη, νομίζει ότι πάσχει ακόμη …   Dictionary of Greek

  • σχιζοφρενία — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από την αποδιοργάνωση της προσωπικότητας αυτό που ονομάζεται διάσπαση των ψυχικών λειτουργιών με έκπτωση του συναισθήματος, απώλεια της επαφής με το περιβάλλον (αυτισμός) και ψευδαισθήσεις. Συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπαθής — ές, Ν ιατρ. αυτός που έχει ψυχοπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παθής (< πάθος), πρβλ. φρενο παθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπαθητικός — ή, ό, Ν [ψυχοπαθής] 1. ιατρ. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοπάθεια και στον ψυχοπαθή 2. φρ. «ψυχοπαθητική προσωπικότητα» (ιατρ. ψυχολ.) προσωπικότητα η οποία παρουσιάζει διαταραχές τής συναισθηματικής συμπεριφοράς, καθώς και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”